- αυτοσπορος
- αὐτόσποροςαὐτό-σπορος2от природы плодовитый
(γύαι Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(γύαι Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αυτόσπορος — αὐτόσπορος, ον (Α) αυτός που έχει σπαρθεί από μόνος του ή που είναι γόνιμος από μόνος του … Dictionary of Greek
αὐτόσπορος — self sown masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόσπορον — αὐτόσπορος self sown masc/fem acc sg αὐτόσπορος self sown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόσπορε — αὐτόσπορος self sown masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόσποροι — αὐτόσπορος self sown masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτόσποροι — αὐτόσποροι , αὐτόσπορος self sown masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)